- ἐφθονημένως
- ἐφθονημένως, Adv. [tense] pf. [voice] Pass., ([etym.] φθονέω)A grudgingly, Vett.Val.301.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφθονημένως — ἐφθονημένως (Α) επίρρ. φθονερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παθ. παρακμ. εφθονημένος τού ρ. φθονώ] … Dictionary of Greek
ἐφθονημένως — grudgingly indeclform (adverb) φθονέω bear ill will perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)